αντιπλέω

αντιπλέω
(αόρ. αντέπλευσα) αμετ. мор.
1) плыть против ветра или против течения; 2) двинуться навстречу (вражеским судам), выступить против (вражеских судов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αντιπλέω" в других словарях:

  • αντιπλέω — ἀντιπλέω (Α) 1. πλέω εναντίον κάποιου (εχθρού) 2. «ἀντιπλέω ἀνέμοισιν» πλέω αντίθετα προς τον άνεμο …   Dictionary of Greek

  • ἀντιπλεῦσαι — ἀντιπλέω sail against pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ἀντιπλέω sail against aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντέπλεον — ἀντιπλέω sail against imperf ind act 3rd pl ἀντιπλέω sail against imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντέπλει — ἀντιπλέω sail against imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπλουν — ἀ̱ντίπλουν , ἀντιπλέω sail against imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀ̱ντίπλουν , ἀντιπλέω sail against imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀντιπλέω sail against imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἀντιπλέω sail… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»